βυζαντινισμός

βυζαντινισμός
ο
1. η συμπεριφορά κατά τους τρόπους και τα ήθη των Βυζαντινών
2. το Βυζάντιο με την ιστορία και τη δόξα του («ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας, στον ένδοξό μας βυζαντινισμό», Καβάφης)
3. προσήλωση σε απαρχαιωμένους τύπους, παραγνώριση της πραγματικότητας, ματαιόσχολη συζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυζαντινός + -ισμός (πρβλ. αγγλ. Byzantinism). Η λ. βυζαντινισμός μαρτυρείται από το 1872 στον Φραγκ. Ζαμβάλδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βυζαντινισμός — ο η προσήλωση στη λεπτομέρεια και στον τύπο χωρίς ουσία, η παραγνώριση της πραγματικότητας: Παριστάνει το σοφό αλλά ο βυζαντινισμός του είναι παροιμιώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βυζαντινολογία — και βυζαντιολογία, η 1. η επιστήμη που εξετάζει την ιστορία, τη φιλολογία, την τέχνη και τη ζωή των Βυζαντινών 2. φλύαρη και άσκοπη συζήτηση, βυζαντινισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυζαντινολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”